- μονόστολος
- μονόστολος, -ον (Α)1. αυτός που αποστέλλεται κάπου μόνος («μονοστόλῳτῷ κατά μόνας ἐλθόντι», Ησύχ.)2. μόνος, έρημος, απομονωμένος («λείπομαι φίλας μονόστολός τε ματρός» Ευρ.)3. ατομικός, προσωπικός («λόχων ἀνάσσειν ἤ μονοστόλου δορός;» — να διοικούν λόχους ή καθένας να διοικεί το ατομικό δόρυ μόνο; Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -στόλος (< στόλος < στέλλω), πρβλ. ιερό-στολος].
Dictionary of Greek. 2013.